- οποσταίος
- ὁποσταῑος, -α, -ον (Α)(αναφ. αντων.) σε πόσες κατά σειρά ημέρες, σε ποια μέρα τού μήνα.[ΕΤΥΜΟΛ. Η αναφ. αντων. ὁποσταῖος έχει σχηματιστεί από το θ. *yo- τής αναφορικής αντων. ὅς, ἥ, ὅ (βλ. λ. ος) και την ερωτ. αντων. ποσταῖος (πρβλ. ὁποῖος < ποῖος, ὁπόσος < πόσος κ.λπ.)].
Dictionary of Greek. 2013.